θρησκειολογία

θρησκειολογία
η богословие, теология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θρησκειολογία" в других словарях:

  • θρησκειολογία — Επιστήμη που εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο από ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική άποψη. Η θ. αναπτύχθηκε ως επιστήμη κατά τους νεότερους χρόνους, οπότε διευρύνθηκε o ορίζοντας των γνώσεων γύρω από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του… …   Dictionary of Greek

  • θρησκειολογία — η επιστήμη που ερευνά τις θρησκείες από ιστορική και φιλοσοφική άποψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκειολογικός — ή, ό [θρησκειολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην θρησκειολογία …   Dictionary of Greek

  • Λεκατσάς, Παναγής — (Σταυρός Ιθάκης 1911 – Αθήνα 1970). Λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε ο θεμελιωτής δύο νέων για την Ελλάδα επιστημών, της εθνολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά πολύ νωρίς στράφηκε στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • θρησκειολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη θρησκειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρησκειολόγος — ο, η θεολόγος που ασχολείται ειδικά με τη θρησκειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»